- καρυότυπος
- Τυποποιημένη ταξινόμηση των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, ανά ζεύγη –σε περίπτωση πολυπλοειδίας– και ανάλογα με το μέγεθος. Για παράδειγμα, τα ανθρώπινα κύτταρα είναι διπλοειδικά και περιέχουν 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων (τα οποία αριθμούνται από 1 έως 22) και ένα ζεύγος φυλετικών χρωμοσωμάτων (ΧΧ στα θηλυκά άτομα και ΧΥ στα αρσενικά). Ο κ. ενός οργανισμού προσδιορίζεται με κατάλληλη χρώση των χρωμοσωμάτων και παρατήρησή τους στο μικροσκόπιο. Τα ομόλογα ζεύγη χρωμοσωμάτων αναγνωρίζονται με βάση το μέγεθός τους, τη θέση του κεντρομεριδίου τους και το πρότυπο ζωνών που εμφανίζεται σε αυτά με ειδικές χρωστικές, όπως είναι η Γκίμσα.
* * *οβιολ. το σύνολο τών χρωματοσωμάτων ενός κυττάρου, ενός ατόμου, ενός είδους, συνδυασμένων σε ομόλογα ζεύγη.
Dictionary of Greek. 2013.